φιλοσύντομος

φιλοσύντομος
φῐλοσύν-τομος, ον,
A loving brevity, Ph.2.351, Plu.2.511b, Gal.19.185 ([comp] Comp.), Sch.Hermog. in Rh.7 (1).105W.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοσύντομος — loving brevity masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσύντομος — ον, Α αυτός που τού αρέσει η συντομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σύντομος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυντόμως — φιλοσύντομος loving brevity adverbial φιλοσύντομος loving brevity masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσύντομον — φιλοσύντομος loving brevity masc/fem acc sg φιλοσύντομος loving brevity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσυντομώτατος — φιλοσύντομος loving brevity masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”